- υποσταχυομαι
- ὑποσταχύομαιὑπο-στᾰχύομαιдосл. разрастаться, словно колосья, перен. плодиться
οὐκ ἄλλως ἀνδρὴ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Hom. — ни у кого не плодилось столько коров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οὐκ ἄλλως ἀνδρὴ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Hom. — ни у кого не плодилось столько коров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποσταχύομαι — Α (επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»] … Dictionary of Greek
ὑποσταχύεσθαι — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσταχύοιτο — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσταχυώμαι — άομαι, Α (δ. αν.) ὑποσταχύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποσταχύομαι, κατά τα συνηρ. σε άομαι, ῶμαι] … Dictionary of Greek